- αλέθω
- (Μ ἀλέθω)1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα του», λέει πολλά, φλυαρεί«αλέθει ο μύλος του», έχει γερό στομάχι, τρώει πολύ και χωνεύει εύκολα«όποιος φυλάει τον μύλο, αλέθει», επιμένοντας πετυχαίνεις αυτό που θες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ρ. ἀλήθωτο -ε- αντί -η- κατ’ επίδραση τού αορ. ἤλεσα τού ρ. ἀλήθω, καθώς και τού αρχ. ρ. ἀλῶ.ΠΑΡ. νεοελλ. αλεσιά, αλεσμένος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. ανάλεστος, κακοαλεσμένος, καλοαλεσμένος, μισ(ο)αλεσμένος, χοντρ(ο)αλεσμένος, ψιλ(ο)αλεσμένος].
Dictionary of Greek. 2013.